- ψαλίδα
- Έντομο της οικογένειας των φορφικουλιδών της τάξης των δερματόπτερων, γνωστό επιστημονικά ως φορφικούλη η ωτική. Πρόκειται για αρπακτικό έντομο, που γεννά τα αβγά του στο έδαφος και τα προσέχει ώσπου να εκκολαφθούν.
* * *η / ψαλίς, -ίδος, ΝΜΑ, και ψελίς και πιθ. τ. πληθ. ψαλλίδες και παλ. τ. σπαλίς, Ανεοελλ.1. (μεγεθ.) μεγάλο ψαλίδι κατάλληλο για την κοπή σκληρών υλικών2. (για κλήμα και άλλα φυτά) έλικας3. ιατρ. η τριχοκλασία4. ζωολ. α) κοινή ονομασία τής σκολόπενδραςβ) κοινή ονομασία τών δερματόπτερων εντόμων και κυρίως αυτών τής οικογένειας forficulidae, που φέρουν από ένα ζεύγος σκληρών αιχμηρών λαβίδων στο πίσω άκρο τής κοιλίας5. φρ. α) «ψαλίδα τού εγκεφάλου»ανατ. τοξοειδής σχηματισμός λευκής ουσίας, κάτω από το μεσολόβιο και επάνω από την τρίτη κοιλίαβ) «ψαλίδα τιμών»(οικον.) η διαφορά και η αναντιστοιχία μεταξύ τού ύψους τών τιμών δύο κατηγοριών συσχετιζόμενων αγαθών ή υπηρεσιών, όπως λ.χ. μεταξύ τών τιμών τών πρώτων υλών, αφ' ενός, και τών τιμών τών βιομηχανικών προϊόντων, αφ' ετέρουμσν.υποδοχή σύρτη θύρας(μσν.- αρχ.) τόξο, αψίδα, καμάρααρχ.1. (χωρίς μεγεθ. σημ.) ψαλίδι2. (ιδίως) εργαλείο για την κόμμωση τών γυναικείων μαλλιών3. ξυράφι4. υπόνομος5. είδος χαμηλού οικοδομήματος με τριγωνική στέγη κατασκευασμένη από πλάκες6. η καμάρα τού ποδιού7. κυλινδρικός θόλος8. (για άλογο) ψάλιον*9. είσοδος και έξοδος θεάτρου10. (κατά τον Ησύχ.) «ταχεῑα κίνησις»11. στον πληθ. αἱ ψαλίδεςα) μεταλλικοί ιμάντες κατάλληλοι για τη σύσφιγξη μηχανήματοςβ) (στην ΠΔ) οι θήκες τών μοχλών που στηρίζουν το ιερό θυσιαστήριο12. φρ. «ψαλίδες τών στύλων»(στην ΠΔ) πιθ. οι σπειροειδείς και καμπύλες εξοχές τών κιόνων που βρίσκονται μεταξύ τού κιονοκράνου και τού κυρίως κίονα.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ψαλ-ίς, -ίδος έχει σχηματιστεί από θ. ψαλ- (βλ. λ. ψαλόν) με επίθημα -ίς (πρβλ. λεπ-ίς, -ίδος) και εμφανίζει παρλλ. τ. με φωνηεντισμό -ε- (πρβλ. ψάλιον: ψέλιον) και τ. σπαλίς, που οφείλεται πιθ. σε διαλεκτική αντιμετάθεση τών συμφώνων τού διπλού ψ- σε σπ-. Η λ. ψαλίς εντάσσεται σε μια ευρεία οικογένεια λ. (πρβλ. ψαλόν, ψάλιον, ψέλιον, σπαλίων), δηλωτική διαφόρων αντικειμένων στρογγυλού σχήματος. Βασική σημ. τής λ. ψαλίς είναι «εργαλείο κοπής αποτελούμενο από έλασμα κεκαμμένο σε δύο βραχίονες, το ψαλίδι». Η λ., ωστόσο, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και διάφορα άλλα αντικείμενα ή κατασκευάσματα ειδικής χρήσεως και λειτουργικότητας, όπως «ξυράφι», «χαλινάρι», «αλυσίδα τού χαλινού», «μεταλλικοί ιμάντες για τη σύσφιγξη μηχανημάτων», αλλά και «τόξο, αψίδα, κυλινδρικός θόλος», «σωλήνας αποχέτευσης», «υποδοχή σύρτη» κ.ά. Ο νεοελλ. τ. ψαλίδα, τέλος, με σημ. «μεγάλο ψαλίδι» είναι μεγεθ. τού ψαλίδι με μεγεθυντική κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλι: κεφάλα)].
Dictionary of Greek. 2013.